υποκόκκινος

υποκόκκινος
-ίνη, -ον, Α
κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κόκκινος. Ο τ. αποτελεί πιθ. διόρθωση τού τ. ὑπόκκινος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενερευθής — ἐνερευθής, ές (Α) [έρευθος] 1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός 2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • υπόκκινος — ον, Α πιθ. ὑποκόκκινος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”